πόλκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόλκα οι πόλκες
      γενική της πόλκας των (πολκών)
    αιτιατική την πόλκα τις πόλκες
     κλητική πόλκα πόλκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. πόλκα < ιταλική polca[1] < γαλλική polka[1] < τσεχική polka[1] < půlka (μισός) < půl +‎ -ka
  2. πόλκα < ιταλική polca[1] < γαλλική polka[1] < τσεχική polka[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόλκα θηλυκό

  1. (χορός) χορός με καταγωγή από την Τσεχία
  2. (παρωχημένο, ενδυμασία) είδος ζακέτας ή καμιζόλας
    άλλες μορφές: μπόρκα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]