ραμφισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραμφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ραμφίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ραμφισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ραμφίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραμφισμένος
|