ρευστοποιήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρευστοποιήσιμος < ρευστοποιώ + -σιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
ρευστοποιήσιμος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ρευστοποιώ, ρευστός, ρέω και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρευστοποιήσιμος