ρευστοποιήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρευστοποιήσιμος η ρευστοποιήσιμη το ρευστοποιήσιμο
      γενική του ρευστοποιήσιμου της ρευστοποιήσιμης του ρευστοποιήσιμου
    αιτιατική τον ρευστοποιήσιμο τη ρευστοποιήσιμη το ρευστοποιήσιμο
     κλητική ρευστοποιήσιμε ρευστοποιήσιμη ρευστοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρευστοποιήσιμοι οι ρευστοποιήσιμες τα ρευστοποιήσιμα
      γενική των ρευστοποιήσιμων των ρευστοποιήσιμων των ρευστοποιήσιμων
    αιτιατική τους ρευστοποιήσιμους τις ρευστοποιήσιμες τα ρευστοποιήσιμα
     κλητική ρευστοποιήσιμοι ρευστοποιήσιμες ρευστοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρευστοποιήσιμος < ρευστοποιώ + -σιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ρευστοποιήσιμος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]