σακουλίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σακουλίσιος | η | σακουλίσια | το | σακουλίσιο |
γενική | του | σακουλίσιου | της | σακουλίσιας | του | σακουλίσιου |
αιτιατική | τον | σακουλίσιο | τη | σακουλίσια | το | σακουλίσιο |
κλητική | σακουλίσιε | σακουλίσια | σακουλίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σακουλίσιοι | οι | σακουλίσιες | τα | σακουλίσια |
γενική | των | σακουλίσιων | των | σακουλίσιων | των | σακουλίσιων |
αιτιατική | τους | σακουλίσιους | τις | σακουλίσιες | τα | σακουλίσια |
κλητική | σακουλίσιοι | σακουλίσιες | σακουλίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σακουλίσιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.kuˈli.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐κου‐λί‐σι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
σακουλίσιος, -ια, -ιο
- που προέρχεται από την σακούλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακουλίσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)