σαλπαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλπαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαλπάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
σαλπαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σαλπάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλπαρισμένος
|