σεκλετισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεκλετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεκλετίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.kle.tiˈzme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
σεκλετισμένος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που έχει σεκλέτια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεκλετισμένος
|