σεληνιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεληνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεληνιάζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]σεληνιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σεληνιάζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σεληνιασμένος
|