σερμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σερμένος | η | σερμένη | το | σερμένο |
γενική | του | σερμένου | της | σερμένης | του | σερμένου |
αιτιατική | τον | σερμένο | τη | σερμένη | το | σερμένο |
κλητική | σερμένε | σερμένη | σερμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σερμένοι | οι | σερμένες | τα | σερμένα |
γενική | των | σερμένων | των | σερμένων | των | σερμένων |
αιτιατική | τους | σερμένους | τις | σερμένες | τα | σερμένα |
κλητική | σερμένοι | σερμένες | σερμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σέρνω
Μετοχή[επεξεργασία]
σερμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σέρνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερμένος
|