σιλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιλό  τα σιλό 
      γενική του σιλό  των σιλό 
    αιτιατική το σιλό  τα σιλό 
     κλητική σιλό  σιλό 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιλό < (άμεσο δάνειο) γαλλική silo < ισπανική siro < λατινική sirus < αρχαία ελληνική σιρός (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιλό ουδέτερο άκλιτο

  1. κυλινδρική κατασκευή που χρησιμοποιείται για αποθήκευση χύδην στερεών υλικών (δημητριακών, χαλικιών κτλ.) και τροφοδοσία (φορτοεκφόρτωση)
  2. κυλινδρική κατασκευή που βρίσκεται υπογείως για τη φύλαξη πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]