σκηπτούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | σκηπτούχος | το | σκηπτούχο | ||
γενική | του/της | σκηπτούχου | του | σκηπτούχου | ||
αιτιατική | τον/τη | σκηπτούχο | το | σκηπτούχο | ||
κλητική | σκηπτούχε | σκηπτούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | σκηπτούχοι | τα | σκηπτούχα | ||
γενική | των | σκηπτούχων | των | σκηπτούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | σκηπτούχους | τα | σκηπτούχα | ||
κλητική | σκηπτούχοι | σκηπτούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκηπτούχος < αρχαία ελληνική σκηπτοῦχος < *σκῆπτον + -ούχος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sciˈptu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκη‐πτού‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
σκηπτούχος, -ος, -ον (αρχαιοπρεπές)
- που κρατά σκήπτρο
- (ουσιαστικοποιημένο) σκηπτούχος: ο βασιλιάς, ο ηγέμονος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκηπτούχος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εμβολοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)