σκνίψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σκνῑπ- | |||||
ονομαστική | ὁ | σκνίψ | οἱ | σκνῖπες | |
γενική | τοῦ | σκνιπός | τῶν | σκνιπῶν | |
δοτική | τῷ | σκνιπῐ́ | τοῖς | σκνιψῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν | σκνῖπᾰ | τοὺς | σκνῖπᾰς | |
κλητική ὦ! | σκνίψ | σκνῖπες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκνῖπε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σκνιποῖν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. Και πληθυντικός σκνῖφες. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκνίψ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκνίψ, σκνιπός [ῑ] αρσενικό
- (έντομο) η σκνίπα
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Φρύνιχος Αττικός, Ἐκλογαί, 377, 2–3
- οἱ δ' ἀρχαῖοι σκνῖπα καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ θηριδίου τοῦ ἐν τοῖς ξύλοις καταβραχὺ κατεσθίοντος.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Φρύνιχος Αττικός, Ἐκλογαί, 377, 2–3
Πηγές
[επεξεργασία]- σκνίψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γύψ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γύψ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γύψ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γύψ' με μακρό φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Έντομα (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)