σκοπευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκοπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκοπεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
σκοπευμένος
- που τον σκοπεύουν ή τον έχουν σκοπεύσει
- Αλλά τώρα, εγώ είμαι που νιώθω σα σκοπευμένος από κάποια ταράτσα. (Γιώργος Ιωάννου, Για ένα φιλότιμο 1964)