σκυλεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκυλεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
σκυλεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σκυλεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκυλεμένος
|