σπιτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπιτώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
σπιτωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σπιτώνω
σπιτωμένος, -η, -ο