σπιτωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπιτωμένος η σπιτωμένη το σπιτωμένο
      γενική του σπιτωμένου της σπιτωμένης του σπιτωμένου
    αιτιατική τον σπιτωμένο τη σπιτωμένη το σπιτωμένο
     κλητική σπιτωμένε σπιτωμένη σπιτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπιτωμένοι οι σπιτωμένες τα σπιτωμένα
      γενική των σπιτωμένων των σπιτωμένων των σπιτωμένων
    αιτιατική τους σπιτωμένους τις σπιτωμένες τα σπιτωμένα
     κλητική σπιτωμένοι σπιτωμένες σπιτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπιτώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

σπιτωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]