σταδιοδρομημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταδιοδρομημένος η σταδιοδρομημένη το σταδιοδρομημένο
      γενική του σταδιοδρομημένου της σταδιοδρομημένης του σταδιοδρομημένου
    αιτιατική τον σταδιοδρομημένο τη σταδιοδρομημένη το σταδιοδρομημένο
     κλητική σταδιοδρομημένε σταδιοδρομημένη σταδιοδρομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταδιοδρομημένοι οι σταδιοδρομημένες τα σταδιοδρομημένα
      γενική των σταδιοδρομημένων των σταδιοδρομημένων των σταδιοδρομημένων
    αιτιατική τους σταδιοδρομημένους τις σταδιοδρομημένες τα σταδιοδρομημένα
     κλητική σταδιοδρομημένοι σταδιοδρομημένες σταδιοδρομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταδιοδρομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταδιοδρομώ

Μετοχή[επεξεργασία]

σταδιοδρομημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]