στεριωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στεριώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
στεριωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη στεριώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στεριωμένος
|