στιγματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιγματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στιγματίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]στιγματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη στιγματίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιγματισμένος