στουμπωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μετοχή

[επεξεργασία]

στουμπωμένος, -η, -ο

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στουμπωμένος η στουμπωμένη το στουμπωμένο
      γενική του στουμπωμένου της στουμπωμένης του στουμπωμένου
    αιτιατική τον στουμπωμένο τη στουμπωμένη το στουμπωμένο
     κλητική στουμπωμένε στουμπωμένη στουμπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στουμπωμένοι οι στουμπωμένες τα στουμπωμένα
      γενική των στουμπωμένων των στουμπωμένων των στουμπωμένων
    αιτιατική τους στουμπωμένους τις στουμπωμένες τα στουμπωμένα
     κλητική στουμπωμένοι στουμπωμένες στουμπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]