στρογγυλοφάναρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρογγυλοφάναρος η στρογγυλοφάναρη το στρογγυλοφάναρο
      γενική του στρογγυλοφάναρου της στρογγυλοφάναρης του στρογγυλοφάναρου
    αιτιατική τον στρογγυλοφάναρο τη στρογγυλοφάναρη το στρογγυλοφάναρο
     κλητική στρογγυλοφάναρε στρογγυλοφάναρη στρογγυλοφάναρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρογγυλοφάναροι οι στρογγυλοφάναρες τα στρογγυλοφάναρα
      γενική των στρογγυλοφάναρων των στρογγυλοφάναρων των στρογγυλοφάναρων
    αιτιατική τους στρογγυλοφάναρους τις στρογγυλοφάναρες τα στρογγυλοφάναρα
     κλητική στρογγυλοφάναροι στρογγυλοφάναρες στρογγυλοφάναρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρογγυλοφάναρος < στρογγυλ(ός) + -ο- + φανάρ(ι) + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟi.loˈfa.na.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρογ‐γυ‐λο‐φά‐να‐ρος

Επίθετο[επεξεργασία]

στρογγυλοφάναρος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • στρογγυλοφάναρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)