συγχέων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχέων η συγχέουσα το συγχέον
      γενική του συγχέοντος της συγχέουσας
συγχεούσης*
του συγχέοντος
    αιτιατική τον συγχέοντα τη συγχέουσα το συγχέον
     κλητική συγχέων συγχέουσα συγχέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχέοντες οι συγχέουσες τα συγχέοντα
      γενική των συγχεόντων των συγχεουσών των συγχεόντων
    αιτιατική τους συγχέοντες τις συγχέουσες τα συγχέοντα
     κλητική συγχέοντες συγχέουσες συγχέοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγχέων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συγχέω

Μετοχή[επεξεργασία]

συγχέων

  • (λόγιο) που προκαλεί και είναι η αιτία σύγχυσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]