συκοφαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συκοφαντικός < αρχαία ελληνική < συκοφαντία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ko.fan.diˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
συκοφαντικός, -ή , -ό
- που συκοφαντεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συκοφαντικός