συμβουλευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβουλευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμβουλεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
συμβουλευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συμβουλεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβουλευμένος
|