συμμερισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμμερισμένος η συμμερισμένη το συμμερισμένο
      γενική του συμμερισμένου της συμμερισμένης του συμμερισμένου
    αιτιατική τον συμμερισμένο τη συμμερισμένη το συμμερισμένο
     κλητική συμμερισμένε συμμερισμένη συμμερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμμερισμένοι οι συμμερισμένες τα συμμερισμένα
      γενική των συμμερισμένων των συμμερισμένων των συμμερισμένων
    αιτιατική τους συμμερισμένους τις συμμερισμένες τα συμμερισμένα
     κλητική συμμερισμένοι συμμερισμένες συμμερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμμερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμμερίζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

συμμερισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]