συμμερισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμμερίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
συμμερισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συμμερίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμμερισμένος
|