Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
συμπυκνωμένος
2 γλώσσες
English
Русский
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμπυκνωμέν
ος
η
συμπυκνωμέν
η
το
συμπυκνωμέν
ο
γενική
του
συμπυκνωμέν
ου
της
συμπυκνωμέν
ης
του
συμπυκνωμέν
ου
αιτιατική
τον
συμπυκνωμέν
ο
τη
συμπυκνωμέν
η
το
συμπυκνωμέν
ο
κλητική
συμπυκνωμέν
ε
συμπυκνωμέν
η
συμπυκνωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμπυκνωμέν
οι
οι
συμπυκνωμέν
ες
τα
συμπυκνωμέν
α
γενική
των
συμπυκνωμέν
ων
των
συμπυκνωμέν
ων
των
συμπυκνωμέν
ων
αιτιατική
τους
συμπυκνωμέν
ους
τις
συμπυκνωμέν
ες
τα
συμπυκνωμέν
α
κλητική
συμπυκνωμέν
οι
συμπυκνωμέν
ες
συμπυκνωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
συμπυκνωμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
συμπυκνωμένος
που έχει
συμπυκνωθεί
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
συμπυκνωμένος
αγγλικά
:
condensed
(en)
γαλλικά
:
concentré
(fr)
,
condensé
(fr)
Κατηγορίες
:
Επέκταση (νέα ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
συμπυκνωμένος
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος