συναινετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναινετικός < συναινώ < αρχαία ελληνική συναινέω / συναινῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
συναινετικός
- που γίνεται με συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων
- συναινετικό διαζύγιο
[επεξεργασία]
- συναινετικά
- → δείτε τις λέξεις συναινώ και αινώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναινετικός