συνεπίσημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεπίσημος < συν- + επίσημος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική co-officielle
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.neˈpi.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐πί‐ση‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ε‐πί‐ση‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]συνεπίσημος
- (νεολογισμός) που είναι ή θεωρείται επίσημος μαζί με κάτι άλλο
- ⮡ Η καταλανική και η βασκική είναι συνεπίσημες γλώσσες του ισπανικού κράτους.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεπίσημος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)