συντρεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντρεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντρέχω
Μετοχή[επεξεργασία]
συντρεγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συντρέχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντρεγμένος
|