σφουγγισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφουγγισμένος η σφουγγισμένη το σφουγγισμένο
      γενική του σφουγγισμένου της σφουγγισμένης του σφουγγισμένου
    αιτιατική τον σφουγγισμένο τη σφουγγισμένη το σφουγγισμένο
     κλητική σφουγγισμένε σφουγγισμένη σφουγγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφουγγισμένοι οι σφουγγισμένες τα σφουγγισμένα
      γενική των σφουγγισμένων των σφουγγισμένων των σφουγγισμένων
    αιτιατική τους σφουγγισμένους τις σφουγγισμένες τα σφουγγισμένα
     κλητική σφουγγισμένοι σφουγγισμένες σφουγγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφουγγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφουγγίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

σφουγγισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]