σφυγμομετρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφυγμομετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφυγμομετρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
σφυγμομετρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σφυγμομετρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφυγμομετρημένος
|