σφυγμομετρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφυγμομετρημένος η σφυγμομετρημένη το σφυγμομετρημένο
      γενική του σφυγμομετρημένου της σφυγμομετρημένης του σφυγμομετρημένου
    αιτιατική τον σφυγμομετρημένο τη σφυγμομετρημένη το σφυγμομετρημένο
     κλητική σφυγμομετρημένε σφυγμομετρημένη σφυγμομετρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφυγμομετρημένοι οι σφυγμομετρημένες τα σφυγμομετρημένα
      γενική των σφυγμομετρημένων των σφυγμομετρημένων των σφυγμομετρημένων
    αιτιατική τους σφυγμομετρημένους τις σφυγμομετρημένες τα σφυγμομετρημένα
     κλητική σφυγμομετρημένοι σφυγμομετρημένες σφυγμομετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφυγμομετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφυγμομετρώ

Μετοχή[επεξεργασία]

σφυγμομετρημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]