τελωνοσταθμάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τελωνοσταθμάρχης < τελων(είο) + -ο- + σταθμάρχης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /te.lo.no.staθˈmaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λω‐νο‐σταθ‐μάρ‐χης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τελωνοσταθμάρχης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο προϊστάμενος ενός τελωνειακού σταθμού
- ※ Στα Βατερά έμεναν 25 οικογένειες, υπήρχε τελωνοσταθμάρχης και λειτουργούσαν ένα αγγειοπλαστείο, δυο καφενεία, τέσσερα κεραμοποιεία, και ένα πτηνοτροφείο-χοιροτροφείο.
- Η Βρίσα τη δεκαετία του 1930, vatera.gr
- ※ Στα Βατερά έμεναν 25 οικογένειες, υπήρχε τελωνοσταθμάρχης και λειτουργούσαν ένα αγγειοπλαστείο, δυο καφενεία, τέσσερα κεραμοποιεία, και ένα πτηνοτροφείο-χοιροτροφείο.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελωνοσταθμάρχης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- τελωνοσταθμάρχης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)