τετηγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τήκομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
τετηγμένος
- που έχει λιώσει, έχει υποστεί τήξη, όρος που προτιμάται σε επιστημονικές ορολογίες αντί του λιωμένος