τουφεκισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουφεκισμένος η τουφεκισμένη το τουφεκισμένο
      γενική του τουφεκισμένου της τουφεκισμένης του τουφεκισμένου
    αιτιατική τον τουφεκισμένο την τουφεκισμένη το τουφεκισμένο
     κλητική τουφεκισμένε τουφεκισμένη τουφεκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουφεκισμένοι οι τουφεκισμένες τα τουφεκισμένα
      γενική των τουφεκισμένων των τουφεκισμένων των τουφεκισμένων
    αιτιατική τους τουφεκισμένους τις τουφεκισμένες τα τουφεκισμένα
     κλητική τουφεκισμένοι τουφεκισμένες τουφεκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουφεκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τουφεκίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

τουφεκισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]