τρίβηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίβηλος η τρίβηλη το τρίβηλο
      γενική του τρίβηλου της τρίβηλης του τρίβηλου
    αιτιατική τον τρίβηλο την τρίβηλη το τρίβηλο
     κλητική τρίβηλε τρίβηλη τρίβηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίβηλοι οι τρίβηλες τα τρίβηλα
      γενική των τρίβηλων των τρίβηλων των τρίβηλων
    αιτιατική τους τρίβηλους τις τρίβηλες τα τρίβηλα
     κλητική τρίβηλοι τρίβηλες τρίβηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίβηλος < τρι- + βῆλον < λατινική velum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weg

Επίθετο[επεξεργασία]

τρίβηλος, -η, -ο

  1. (παρωχημένο) που έχει τριπλό (τοξωτό) άνοιγμα
    Εσωτερικά ο νάρθηκας, που διαμορφώνεται κάθετα προς τα τρία κλίτη,επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με τρεις θύρες, από τις οποίες η μεσαία είναι"τρίβηλος" (τριπλή) και έκλεινε παλιά με κουρτίνες ("βήλα"), όπως συχνά απεικονίζεται σε βυζαντινές παραστάσεις. (*)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τρίβηλο: τριπλό (τοξωτό) άνοιγμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]