τραγόπαπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾaˈɣɔ.pa.pas/
- συλλαβισμός : τρα‐γό‐πα‐πας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραγόπαπας αρσενικό
- (υβριστικό) ιερέας που δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που επιβάλλονται στο σχήμα του· ο παπάς που μεταφορικά έχει κέρατα τράγου όπως ο διάβολος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- καλογερόπαπας
- τραγογένης
- → και δείτε τις λέξεις τράγος και παπάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραγόπαπας