τυφεκισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυφεκισμένος η τυφεκισμένη το τυφεκισμένο
      γενική του τυφεκισμένου της τυφεκισμένης του τυφεκισμένου
    αιτιατική τον τυφεκισμένο την τυφεκισμένη το τυφεκισμένο
     κλητική τυφεκισμένε τυφεκισμένη τυφεκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυφεκισμένοι οι τυφεκισμένες τα τυφεκισμένα
      γενική των τυφεκισμένων των τυφεκισμένων των τυφεκισμένων
    αιτιατική τους τυφεκισμένους τις τυφεκισμένες τα τυφεκισμένα
     κλητική τυφεκισμένοι τυφεκισμένες τυφεκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυφεκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τυφεκίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

τυφεκισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]