υδροβόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδροβόλος < ελληνιστική κοινή ὑδροβόλος < αρχαία ελληνική ὕδωρ + βάλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
υδροβόλος, -α, -ο
- που πετάει νερό
- Η ως τώρα ιστορία έχει δείξει ότι η χρήση υδροβόλου οχήματος κατά των ταραχών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)