υλακώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υλακώδης η υλακώδης το υλακώδες
      γενική του υλακώδους της υλακώδους του υλακώδους
    αιτιατική τον υλακώδη την υλακώδη το υλακώδες
     κλητική υλακώδη(ς) υλακώδης υλακώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υλακώδεις οι υλακώδεις τα υλακώδη
      γενική των υλακωδών των υλακωδών των υλακωδών
    αιτιατική τους υλακώδεις τις υλακώδεις τα υλακώδη
     κλητική υλακώδεις υλακώδεις υλακώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υλακώδης < υλακή + -ώδης < αρχαία ελληνική ὑλακή

Επίθετο[επεξεργασία]

υλακώδης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]