υπέρτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπέρτερος < αρχαία ελληνική ὑπέρτερος < ὑπέρ + -τερος
Επίθετο[επεξεργασία]
υπέρτερος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέρτερος
|