υπαγορευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπαγορευμένος η υπαγορευμένη το υπαγορευμένο
      γενική του υπαγορευμένου της υπαγορευμένης του υπαγορευμένου
    αιτιατική τον υπαγορευμένο την υπαγορευμένη το υπαγορευμένο
     κλητική υπαγορευμένε υπαγορευμένη υπαγορευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπαγορευμένοι οι υπαγορευμένες τα υπαγορευμένα
      γενική των υπαγορευμένων των υπαγορευμένων των υπαγορευμένων
    αιτιατική τους υπαγορευμένους τις υπαγορευμένες τα υπαγορευμένα
     κλητική υπαγορευμένοι υπαγορευμένες υπαγορευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαγορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπαγορεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

υπαγορευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]