υπομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπομανία < αγγλική hypomania. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + -μανία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.maˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐μα‐νί‐α
- ομόηχο: ιππομανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπομανία θηλυκό
- (ψυχολογία) κατάσταση ψυχικής νόσου κατά την οποία το άτομο βρίσκεται να βιώνει ένα εσωτερικό αίσθημα χαράς, ευδαιμονίας και ευφορίας, ενώ η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, πολυπραγμοσύνη, διάσπαση της προσοχής και ιδεοφυγή
- ※ ο γιος μου θα μου εξηγήσει πως αυτή η απίστευτη, υπεράνθρωπη σχεδόν υπερδραστηριότητα, την οποία θα εξακολουθώ να βιώνω ανάμεσα σε αβύσσους κατάθλιψης, είναι εξίσου κομμάτι της αρρώστιας μου, και λέγεται υπομανία (Αύγουστος Κορτώ, Το βιβλίο της Κατερίνας, εκδ. Πατάκης, 2016 [1])
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- υπομανία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μανία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)