υποσκελισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
υποσκελισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υποσκελίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποσκελισμένος
|
υποσκελισμένος
|