Μετάβαση στο περιεχόμενο

υποχονδρία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποχονδρία οι υποχονδρίες
      γενική της υποχονδρίας των υποχονδριών
    αιτιατική την υποχονδρία τις υποχονδρίες
     κλητική υποχονδρία υποχονδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποχονδρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική hypochondria < αρχαία ελληνική ὑποχόνδρια (τα) < ὑποχόνδριος < ὑπό + χόνδρος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποχονδρία θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) η νεύρωση κατά την οποία κάποιος νιώθει συνεχώς ότι είναι άρρωστος
  2. (ψυχιατρική) η παθολογική εμμονή με την υγιεινή και την καθαριότητα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]