υποχονδρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχονδρία < αρχαία ελληνική ὑποχόνδριος (ὑπό + χόνδρος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποχονδρία θηλυκό
- η νεύρωση κατά την οποία κάποιος νιώθει συνεχώς ότι είναι άρρωστος
- η παθολογική εμμονή με την υγιεινή και την καθαριότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποχονδρία