υφογλωσσικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υφογλωσσικός η υφογλωσσική το υφογλωσσικό
      γενική του υφογλωσσικού της υφογλωσσικής του υφογλωσσικού
    αιτιατική τον υφογλωσσικό την υφογλωσσική το υφογλωσσικό
     κλητική υφογλωσσικέ υφογλωσσική υφογλωσσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υφογλωσσικοί οι υφογλωσσικές τα υφογλωσσικά
      γενική των υφογλωσσικών των υφογλωσσικών των υφογλωσσικών
    αιτιατική τους υφογλωσσικούς τις υφογλωσσικές τα υφογλωσσικά
     κλητική υφογλωσσικοί υφογλωσσικές υφογλωσσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υφογλωσσικός < ύφ(ος) + -ο- + γλωσσικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.fo.ɣlo.siˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐φο‐γλωσ‐σι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

υφογλωσσικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]