φαλιρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαλιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φαλιρίζω και φαλίρω
Μετοχή
[επεξεργασία]φαλιρισμένος, -η, -ο
- που έχει φαλιρίσει, που έχει καταστραφεί οικονομικά, που έχει κηρύξει πτώχευση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαλιρισμένος
|