φαντασιόκοπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φαντασιόκοπος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαντασιόκοπος η φαντασιόκοπη το φαντασιόκοπο
      γενική του φαντασιόκοπου της φαντασιόκοπης του φαντασιόκοπου
    αιτιατική τον φαντασιόκοπο τη φαντασιόκοπη το φαντασιόκοπο
     κλητική φαντασιόκοπε φαντασιόκοπη φαντασιόκοπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαντασιόκοποι οι φαντασιόκοπες τα φαντασιόκοπα
      γενική των φαντασιόκοπων των φαντασιόκοπων των φαντασιόκοπων
    αιτιατική τους φαντασιόκοπους τις φαντασιόκοπες τα φαντασιόκοπα
     κλητική φαντασιόκοποι φαντασιόκοπες φαντασιόκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαντασιόκοπος < φαντασιοκόπος με μετακίνηση τόνου. Μορφολογικά αναλύεται σε φαντασί(α) + -ό- + -κοπος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fan.da.siˈo.ko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐ντα‐σι‐ό‐κο‐πος
τονικό παρώνυμο: φαντασιοκόπος

Επίθετο[επεξεργασία]

φαντασιόκοπος, -η, -ο

  • άλλη μορφή του φαντασιοκόπος
    ※  Προ ημερών στον ηλεκτρονικό τύπο κυκλοφόρησε μια ανακοίνωση δυσφημιστική, ψευδέστατη, φαντασιόκοπη και συκοφαντική για...
    Πάτρα: Αναγκαία επισήμανση από τα Εκπαιδευτήρια ..., newsnowgr.com, 2015/07/2023, [1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]