φιδένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιδένιος η φιδένια το φιδένιο
      γενική του φιδένιου της φιδένιας του φιδένιου
    αιτιατική τον φιδένιο τη φιδένια το φιδένιο
     κλητική φιδένιε φιδένια φιδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιδένιοι οι φιδένιες τα φιδένια
      γενική των φιδένιων των φιδένιων των φιδένιων
    αιτιατική τους φιδένιους τις φιδένιες τα φιδένια
     κλητική φιδένιοι φιδένιες φιδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιδένιος < φίδ(ι) + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fiˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐δέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιδένιος, -α, -ο

  • που έχει χαρακτηριστικά του φιδιού ή μοιάζει με αυτό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη φίδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]