φραγκόκοτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραγκόκοτα | οι | φραγκόκοτες |
γενική | της | φραγκόκοτας | — | |
αιτιατική | τη | φραγκόκοτα | τις | φραγκόκοτες |
κλητική | φραγκόκοτα | φραγκόκοτες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɾa.ˈɡɔ.kɔ.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραγκόκοτα θηλυκό
- (ορνιθολογία) πτηνό (Numida meleagris) της τάξης Ορνιθόμορφα και το μοναδικό είδος του γένους Νουμίδα (Numida) με μήκος γύρω στο μισό μέτρο και βάρος γύρω στο ενάμισι κιλό. Έχει κοντή ουρά και μικρές φτερούγες, γι’ αυτό δεν μπορεί να πετάξει καλά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραγκόκοτα