φρεσκοπλυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκοπλυμένος η φρεσκοπλυμένη το φρεσκοπλυμένο
      γενική του φρεσκοπλυμένου της φρεσκοπλυμένης του φρεσκοπλυμένου
    αιτιατική τον φρεσκοπλυμένο τη φρεσκοπλυμένη το φρεσκοπλυμένο
     κλητική φρεσκοπλυμένε φρεσκοπλυμένη φρεσκοπλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκοπλυμένοι οι φρεσκοπλυμένες τα φρεσκοπλυμένα
      γενική των φρεσκοπλυμένων των φρεσκοπλυμένων των φρεσκοπλυμένων
    αιτιατική τους φρεσκοπλυμένους τις φρεσκοπλυμένες τα φρεσκοπλυμένα
     κλητική φρεσκοπλυμένοι φρεσκοπλυμένες φρεσκοπλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρεσκοπλυμένος < φρεσκο- + πλυμένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɾe.sko.pliˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρε‐σκο‐πλυ‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

φρεσκοπλυμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  1. που μόλις πλύθηκε (για ρούχο ή πράγμα)
     συνώνυμα: νιόπλυτος, νιοπλυμένος (λογοτεχνικό)
  2. που μόλις βγήκε από το μπάνιο (για άνθρωπο)
    Μας ήρθε φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος και παρφουμαρισμένος.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]