φρεσκοπλυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɾe.sko.pliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρε‐σκο‐πλυ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]φρεσκοπλυμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που μόλις πλύθηκε (για ρούχο ή πράγμα)
- που μόλις βγήκε από το μπάνιο (για άνθρωπο)
- ⮡ Μας ήρθε φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος και παρφουμαρισμένος.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρεσκοπλυμένος
|