φρεσκοφτιαγμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρεσκοφτιαγμένος < φρέσκ(ος) + -ο- + φτιαγμένος
Μετοχή
[επεξεργασία]φρεσκοφτιαγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρεσκοφτιαγμένος
|