φρονηματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
φρονηματισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρονηματίζω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις φρονηματίζω, φρόνημα και φρένες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρονηματισμένος
|