φρονηματισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρονηματισμένος η φρονηματισμένη το φρονηματισμένο
      γενική του φρονηματισμένου της φρονηματισμένης του φρονηματισμένου
    αιτιατική τον φρονηματισμένο τη φρονηματισμένη το φρονηματισμένο
     κλητική φρονηματισμένε φρονηματισμένη φρονηματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρονηματισμένοι οι φρονηματισμένες τα φρονηματισμένα
      γενική των φρονηματισμένων των φρονηματισμένων των φρονηματισμένων
    αιτιατική τους φρονηματισμένους τις φρονηματισμένες τα φρονηματισμένα
     κλητική φρονηματισμένοι φρονηματισμένες φρονηματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

φρονηματισμένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]